ὑπερκόρως

ὑπερκόρως
ὑπέρκορος
over-full
adverbial
ὑπέρκορος
over-full
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρκορος — η, ο / ὑπέρκορος, ον, ΝΑ ο υπέρμετρα κορεσμένος, υπερκορεσμένος νεοελλ. 1. φυσ. χημ. (για διάλυμα) αυτός στον οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνην που αντιστοιχεί στην κατάσταση κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”